δυναστεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυναστεύω < αρχαία ελληνική δυναστεύω < δυνάστης
Ρήμα[επεξεργασία]
δυναστεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
δυναστεύω