κυριαρχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυριαρχώ < κυρίαρχος

κυριαρχώ (παθητική φωνή κυριαρχούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]