κυριαρχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυριαρχώ < κυρίαρχος

Ρήμα[επεξεργασία]

κυριαρχώ (παθητική φωνή κυριαρχούμαι)

  1. γίνομαι κύριος και εξουσιαστής επάνω σε κάτι, το ελέγχω απόλυτα
     συνώνυμα: δεσπόζω, εξουσιάζω

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]