εκποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκποιώ < αρχαία ελληνική ἐκποιέω - ἐκποιῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
εκποιώ (παθητικό: εκποιούμαι)
- πωλώ αναγκαστικά κάτι που μου ανήκει λόγω ανάγκης ή μετά από δικαστική απόφαση
- ξεπουλώ
- Τα εμπορεύματα εκποιούνται σε εξευτελιστική τιμή
Κλίση[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ποιώ