εκποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκποιώ < αρχαία ελληνική ἐκποιέω - ἐκποιῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

εκποιώ (παθητικό: εκποιούμαι)

  1. πωλώ αναγκαστικά κάτι που μου ανήκει λόγω ανάγκης ή μετά από δικαστική απόφαση
  2. ξεπουλώ
    Τα εμπορεύματα εκποιούνται σε εξευτελιστική τιμή

Κλίση[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη  ποιώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]