εξακοντίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξακοντίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
εξακοντίζω
- ρίχνω με ορμή, εκτινάσσω, βάλλω εξ αποστάσεως
- (μεταφορικά) απευθύνω λόγο με βιαιότητα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξακοντίζω | εξακόντιζα | θα εξακοντίζω | να εξακοντίζω | εξακοντίζοντας | |
β' ενικ. | εξακοντίζεις | εξακόντιζες | θα εξακοντίζεις | να εξακοντίζεις | εξακόντιζε | |
γ' ενικ. | εξακοντίζει | εξακόντιζε | θα εξακοντίζει | να εξακοντίζει | ||
α' πληθ. | εξακοντίζουμε | εξακοντίζαμε | θα εξακοντίζουμε | να εξακοντίζουμε | ||
β' πληθ. | εξακοντίζετε | εξακοντίζατε | θα εξακοντίζετε | να εξακοντίζετε | εξακοντίζετε | |
γ' πληθ. | εξακοντίζουν(ε) | εξακόντιζαν εξακοντίζαν(ε) |
θα εξακοντίζουν(ε) | να εξακοντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξακόντισα | θα εξακοντίσω | να εξακοντίσω | εξακοντίσει | ||
β' ενικ. | εξακόντισες | θα εξακοντίσεις | να εξακοντίσεις | εξακόντισε | ||
γ' ενικ. | εξακόντισε | θα εξακοντίσει | να εξακοντίσει | |||
α' πληθ. | εξακοντίσαμε | θα εξακοντίσουμε | να εξακοντίσουμε | |||
β' πληθ. | εξακοντίσατε | θα εξακοντίσετε | να εξακοντίσετε | εξακοντίστε | ||
γ' πληθ. | εξακόντισαν εξακοντίσαν(ε) |
θα εξακοντίσουν(ε) | να εξακοντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξακοντίσει | είχα εξακοντίσει | θα έχω εξακοντίσει | να έχω εξακοντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξακοντίσει | είχες εξακοντίσει | θα έχεις εξακοντίσει | να έχεις εξακοντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξακοντίσει | είχε εξακοντίσει | θα έχει εξακοντίσει | να έχει εξακοντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξακοντίσει | είχαμε εξακοντίσει | θα έχουμε εξακοντίσει | να έχουμε εξακοντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξακοντίσει | είχατε εξακοντίσει | θα έχετε εξακοντίσει | να έχετε εξακοντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξακοντίσει | είχαν εξακοντίσει | θα έχουν εξακοντίσει | να έχουν εξακοντίσει |
|