εξομαλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξομαλίζω < ελληνιστική κοινή ἐξομᾰλίζω < αρχαία ελληνική ὁμαλός
Ρήμα[επεξεργασία]
εξομαλίζω
- άλλη μορφή του εξομαλύνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξομαλίζω | εξομάλιζα | θα εξομαλίζω | να εξομαλίζω | εξομαλίζοντας | |
β' ενικ. | εξομαλίζεις | εξομάλιζες | θα εξομαλίζεις | να εξομαλίζεις | εξομάλιζε | |
γ' ενικ. | εξομαλίζει | εξομάλιζε | θα εξομαλίζει | να εξομαλίζει | ||
α' πληθ. | εξομαλίζουμε | εξομαλίζαμε | θα εξομαλίζουμε | να εξομαλίζουμε | ||
β' πληθ. | εξομαλίζετε | εξομαλίζατε | θα εξομαλίζετε | να εξομαλίζετε | εξομαλίζετε | |
γ' πληθ. | εξομαλίζουν(ε) | εξομάλιζαν εξομαλίζαν(ε) |
θα εξομαλίζουν(ε) | να εξομαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξομάλισα | θα εξομαλίσω | να εξομαλίσω | εξομαλίσει | ||
β' ενικ. | εξομάλισες | θα εξομαλίσεις | να εξομαλίσεις | εξομάλισε | ||
γ' ενικ. | εξομάλισε | θα εξομαλίσει | να εξομαλίσει | |||
α' πληθ. | εξομαλίσαμε | θα εξομαλίσουμε | να εξομαλίσουμε | |||
β' πληθ. | εξομαλίσατε | θα εξομαλίσετε | να εξομαλίσετε | εξομαλίστε | ||
γ' πληθ. | εξομάλισαν εξομαλίσαν(ε) |
θα εξομαλίσουν(ε) | να εξομαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξομαλίσει | είχα εξομαλίσει | θα έχω εξομαλίσει | να έχω εξομαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξομαλίσει | είχες εξομαλίσει | θα έχεις εξομαλίσει | να έχεις εξομαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξομαλίσει | είχε εξομαλίσει | θα έχει εξομαλίσει | να έχει εξομαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξομαλίσει | είχαμε εξομαλίσει | θα έχουμε εξομαλίσει | να έχουμε εξομαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξομαλίσει | είχατε εξομαλίσει | θα έχετε εξομαλίσει | να έχετε εξομαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξομαλίσει | είχαν εξομαλίσει | θα έχουν εξομαλίσει | να έχουν εξομαλίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξομαλίζω
|