εξυμνητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξυμνητικά < εξυμνητικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξυμνητικά
- με εξυμνητικό τρόπο, εξυμνώντας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξυμνητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εξυμνητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξυμνητικός