εξυψωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξυψωτικά < εξυψωτικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξυψωτικά
- με εξυψωτικό τρόπο, εξυψώνοντας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εξυψωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξυψωτικός