επισημοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επισημοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισημοποιώ
- θα επισημοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισημοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επισημοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επισημοποίηση