επιτρέχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτρέχω < αρχαία ελληνική ἐπιτρέχω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιτρέχω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτρέχω
|