επιδράμω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδράμω < αρχαία ελληνική ἐπέδραμον, βʹ αόριστος τού ἐπιτρέχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈðɾa.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δρά‐μω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιδράμω
Κλίση[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδράμω
|