εστέρες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εστέρες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εστέρας
- κατηγορία οργανικών χημικών ενώσεων που παράγονται από ένα οξύ με αντικατάσταση ενός τουλάχιστον υδροξυλίου από μια αλκοξυλομάδα