ευπορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευπορώ < αρχαία ελληνική εὐπορέω / εὐπορῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ευπορώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]