εφετικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐφετικά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφετικά < ἐφίημαι με γεν. (=επιθυμώ > ἐπί + ἵημαι

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

εφετικά

τα ποθητά, σε μεγάλο βαθμό επιθυμητά.

γραμμ. ο γραμματικός τύπος που δηλώνει σφροδρή επιθυμία