ζάθεος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ζάθεος, α, ον
- ο πολύ ιερός (τόπος) ή γενικά ο καθαγιασμένος, ο θεόσταλτος, ο πολύ ισχυρός, μεταφορικά ο θεϊκός, ο εντυπωσιακός, ο πανέμορφος
- ζάθεος χρόνος -ζάθεοι ἄνεμοι - ζαθέᾳ Πύλῳ
- ο ιδιαίτερα σημαντικός Θεός (ελληνιστική έννοια μάλλον)
- ζάθεος Ἀπόλλων