ζεματίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ze.maˈti.zo.me/
Ρήμα[επεξεργασία]
ζεματίζομαι, πρτ.: ζεματιζόμουν, στ.μέλλ.: θα ζεματιστώ, αόρ.: ζεματίστηκα, μτχ.π.π.: ζεματισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ζεματίζω
Κλίση[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ζεματίζω