ζυμωτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζυμωτικά < ζυμωτικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζυμωτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ζυμωτικά