ζωγρέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ζωγρέω αρσενικό
- αιχμαλωτίζω κάποιον ζωντανό
- τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν
- ὅσοι αὐτῶν ἐζωγρήθησαν, πέδας τε ἔχοντες τὰς ἐφέροντο αὐτοὶ καὶ σχοίνῳ διαμετρησάμενοι τὸ πεδίον τὸ Τεγεητέων ἐργάζοντο (: όσοι απ΄αυτούς πιάστηκαν ζωντανοί, δέθηκαν με τις αλυσίδες που είχαν φέρει αυτοί οι ίδιοι <νομίζοντας ότι θα νικούσαν> και μέτρησαν την πεδιάδα της Τεγέας με το σχοινί καλλιεργώντας τη γη)
- σώνω τη ζωή κάποιου
- ζώγρει δέσποτ᾽ ἄναξ, τὸν σὸν ναετῆρα (κράτα ζωντανό άρχοντα τον υπήκοό σου -Θράκη, ελληνιστικό επίγραμμα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωγρέω θηλυκό
ζώγρησις-εως