καπαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπαρώνω < λατινικά capere «παίρνω»

Ρήμα[επεξεργασία]

καπαρώνω

  1. δίνω κάποιο χρηματικό ποσό σαν προκαταβολή και ταυτόχρονα σαν εγγύηση ότι θα προχωρήσω στην αγορά κάποιου αντικειμένου
  2. αποκτώ ή εξασφαλίζω κάτι (συνήθως δύσκολο)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]