κατακρίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατακρίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος κατακρίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
κατακρίνομαι
- με κατακρίνουν για κάτι σχετικά σοβαρό, με κατηγορούν για κάτι (πιο σοβαρό από κάτι για το οποίο θα με επέκριναν)
- Οι πολιτικοί κατακρίθηκαν συλλήβδην για την οικονομική εξαθλίωση του τόπου
- Κατακρίνομαι από όλους για την αδιαφορία μου, αλλά κανείς δεν ξέρει πόσο προσπάθησα να βοηθήσω τον αδελφό μου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατακρίνομαι
|