κατασωτεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασωτεύω < ελληνιστική κοινή κατασωτεύομαι < αρχαία ελληνική ἀσωτεύομαι < ἀσωτία
Ρήμα[επεξεργασία]
κατασωτεύω
- κατασπαταλώ την περιουσία σε ασωτίες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κατασώτευση
- → δείτε τις λέξεις κατά και ασωτία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασωτεύω
|