καταφαίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταφαίνομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

καταφαίνομαι

  1. γίνομαι ολοφάνερος, εμφανίζομαι
  2. αποδεικνύομαι, αιτιολογούμαι, επιβεβαιώνομαι με βάση στοιχείων, τεκμηριώσεων, επιχειρημάτων, μαρτυριών ή ντοκουμέντων

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]