καταφαίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταφαίνομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
καταφαίνομαι
- γίνομαι ολοφάνερος, εμφανίζομαι
- αποδεικνύομαι, αιτιολογούμαι, επιβεβαιώνομαι με βάση στοιχείων, τεκμηριώσεων, επιχειρημάτων, μαρτυριών ή ντοκουμέντων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αποδεικνύομαι
- αποδείχνομαι
- καταδεικνύομαι
- τεκμηριώνομαι
- ντοκουμεντάρομαι
- στοιχειοθετούμαι
- ερείδομαι
- εδράζομαι
- βασίζομαι : δίνω βάση
- στηρίζομαι
- θεμελιώνομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταφαίνομαι
|