κατοικέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κατοικέω
- βρίσκομαι, κείμαι (για πόλη)
- κατοικώ
- αποικίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ίσως θέλετε να δείτε και το λήμμα κατοικίζω