κινδυνωδώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινδυνωδώς < ελληνιστική κοινή κινδυνωδῶς < κινδυνώδης < αρχαία ελληνική κίνδυνος
Επίρρημα[επεξεργασία]
κινδυνωδώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κινδυνωδώς
|