κονσόρτσιουμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κονσόρτσιουμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική consortium
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονσόρτσιουμ ουδέτερο άκλιτο
- προσωρινός συνεταιρισμός χωρών, επιχειρήσεων, τραπεζών κτλ. για κοινό σκοπό, κοινοπραξία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονσόρτσιουμ