Μετάβαση στο περιεχόμενο

consortium

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: contortion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

consortium (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
consortium consortiums

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

consortium (fr) αρσενικό