κραιπάλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κραιπάλη < αρχαία ελληνική κραιπάλη < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από το κραιπνός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κραιπάλη θηλυκό
- μεγάλο μεθύσι
- (μεταφορικά) κοσμικές απολαύσεις, ηδονισμός, καλοπέραση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κραιπάλη
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κραιπάλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κραιπάλη θηλυκό