λέβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέβα < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική лева (leva)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈle.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λέ‐βα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λέβα ουδέτερο άκλιτο
- (νόμισμα) άλλη μορφή του λεβ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λέβα
→ δείτε τη λέξη λεβ |
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)