λαξεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαξεύω < (ελληνιστική κοινή) λαξεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

λαξεύω

  • αφαιρώ με ειδικά εργαλεία τμήματα από έναν όγκο σκληρού υλικού, ξύλου ή πέτρας, με σκοπό να σχηματιστεί ένα χρηστικό αντικείμενο ή ένα γλυπτό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]