μάγιστρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάγιστρος < λατινικά magister (άρχοντας, επιβλέπων)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάγιστρος αρσενικό

  1. (ιστορία) ανώτατο αξίωμα της ύστερη Ρωμαϊκή και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (μάγιστρος τῶν ὀφφικίων)
    → δείτε και τις λέξεις μαΐστωρ και μαΐστορας
  2. (ιστορία) ανώτατος αρχηγός ιπποτικών ταγμάτων (μέγας μάγιστρος)
  3. (παρωχημένο) έμπειρος τεχνίτης, μάστορας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]