μαΐστορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαΐστορας < μαΐστωρ < λατινική magister < magis + -ter < magnus < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *maǵ- ή *meǵh₂-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαΐστορας αρσενικό
- τίτλος στο Βυζάντιο για τον δάσκαλο της εκκλησιαστικής χορωδίας, ο οποίος έδινε στους ψάλτες τους ύμνους και καθόριζε το μέτρο και την τάξη τους. Λεγόταν και δομέστικος. (Ο τίτλος "άρχων μαΐστωρ" εξακολουθεί να αποδίδεται από το Πατριαρχείο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαΐστορας