διδάκτωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | διδάκτωρ | οι | διδάκτορες |
γενική | του/της | διδάκτορος | των | διδακτόρων |
αιτιατική | τον/τη | διδάκτορα | τους/τις | διδάκτορες |
κλητική | διδάκτορ | διδάκτορες | ||
Δείτε και το νεότερο «διδάκτορας» | ||||
Κατηγορία όπως «διδάκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διδάκτωρ < διδάσκω διδακ- + -τωρ, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική docteur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διδάκτωρ αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του διδάκτορας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διδάκτωρ' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)