μαζώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαζώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

μαζώνω, πρτ.: μάζωνα, στ.μέλλ.: θα μαζώξω, αόρ.: μάζωξα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]