μαστορόπουλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστορόπουλο < μαστορόπουλλον στην καθαρεύουσα < μάστορας -όπουλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστορόπουλο ουδέτερο

  1. το μαστοράκι, ο μαθητευόμενος μάστορας, ο νεαρός που μαθαίνει μια τέχνη
  2. ο γιός του μάστορα
  3. (παρωχημένο) ο μαθητευόμενος μάστορας, το τσιράκι του μάστορα που δενόταν με συμβόλαιο να υπηρετεί δουλικά έως ότου τελειώσει η μαθητεία του και που σχεδόν ποτέ δεν έφτανε το βαθμό του μάστορα, αφου η συγκεκριμένη ιδιότητα ήταν για αιώνες κληρονομική και οι μάστορες είχαν πολύ κλειστή συντεχνία, την μαστορεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]