μεθυστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεθυστικά < μεθυστικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεθυστικά
- με μεθυστικό τρόπο, μεθώντας μας
- ※ Το γιασεμί στο φράχτη έγερνε στην πλήρη του άνθηση, μεθυστικά βαρύ. (Γιάννης Ξανθούλης (1989) Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεθυστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μεθυστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεθυστικό