μελοδραματοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελοδραματοποιώ < μελοδραματικός + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mélodramatiser)

Ρήμα[επεξεργασία]

μελοδραματοποιώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]