μετενσαρκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετενσαρκώνω < μετ- + ενσαρκώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

μετενσαρκώνω (παθητική φωνή: μετενσαρκώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]