μετενσάρκωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετενσάρκωση < μετενσαρκώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réincarnation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετενσάρκωση θηλυκό
- η νέα ενσάρκωση της ψυχής ενός ανθρώπου που πέθανε, η οποία, σύμφωνα με κάποιες θρησκευτικές δοξασίες, μετά από κάποιο διάστημα βρίσκει ένα νέο σώμα ανθρώπου ή ζώου που γεννιέται και αποκτά ξανά βιολογική υπόσταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετενσάρκωση