υπόσταση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπόσταση | οι | υποστάσεις |
| γενική | της | υπόστασης* | των | υποστάσεων |
| αιτιατική | την | υπόσταση | τις | υποστάσεις |
| κλητική | υπόσταση | υποστάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποστάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπόσταση θηλυκό
- ύπαρξη, τρόπος ύπαρξης
- Για να αποκτήσει ένας σύλλογος νομική υπόσταση, πρέπει να εγκριθεί το καταστατικό του από το Πρωτοδικείο.
- βάση, λογικό στήριγμα, λογική, βασιμότητα
- ※ Η παλιγγενεσία αποτελεί εντροπική έκφανση. Το νέο έχει δική του υπόσταση, και σε βάθος γενεών η συσχέτιση με το παρελθόν καθίσταται περισσότερο συναισθηματική παρά θεμελιώδης. (Πολιτικολογίες: Παλιγγενεσία... από τι; kavalanews.gr, 22/03/2024 )
- Αυτά τα λόγια είναι φήμες χωρίς υπόσταση.
- (θρησκεία) το καθένα από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας.