Μετάβαση στο περιεχόμενο

υπόσταση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπόσταση οι υποστάσεις
      γενική της υπόστασης* των υποστάσεων
    αιτιατική την υπόσταση τις υποστάσεις
     κλητική υπόσταση υποστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπόσταση < αρχαία ελληνική ὑπόστασις < ὑφίστημι / ὑφίσταμαι < ὑπό + ἵστημι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπόσταση θηλυκό

  1. ύπαρξη, τρόπος ύπαρξης
    Για να αποκτήσει ένας σύλλογος νομική υπόσταση, πρέπει να εγκριθεί το καταστατικό του από το Πρωτοδικείο.
  2. βάση, λογικό στήριγμα, λογική, βασιμότητα
      Η παλιγγενεσία αποτελεί εντροπική έκφανση. Το νέο έχει δική του υπόσταση, και σε βάθος γενεών η συσχέτιση με το παρελθόν καθίσταται περισσότερο συναισθηματική παρά θεμελιώδης. (Πολιτικολογίες: Παλιγγενεσία... από τι; kavalanews.gr, 22/03/2024 )
    Αυτά τα λόγια είναι φήμες χωρίς υπόσταση.
  3. (θρησκεία) το καθένα από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]