personne
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]personne (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
personne | personnes |
personne (fr) θηλυκό