substance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
substance | substances |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]substance (en)
- η ουσία, ένα είδος στερεού, υγρού ή αερίου που έχει ιδιαίτερες ιδιότητες
- ⮡ Water and similar substances are called liquids.
- Το νερό και οι παρόμοιες ουσίες ονομάζεται υγρά.
- ⮡ Water and similar substances are called liquids.
- η ουσία, το ναρκωτικό, ειδικά ένα παράνομο
- ⮡ medicinal substances which suppress inflammation - φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τις φλεγμονές
- (μη μετρήσιμο) η ουσία, η ιδιότητα του να βασίζεται σε γεγονότα ή στην αλήθεια
- ⮡ His book has no substance.
- Το βιβλίο του δεν έχει ουσία.
- ⮡ His book has no substance.
- (μη μετρήσιμο) η ουσία, το πιο σημαντικό ή κύριο μέρος κάτι
- ⮡ the substance of his speech - η ουσία του λόγου του
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
substance | substances |
substance (fr) θηλυκό