μικροπαντρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροπαντρεύω < μικρο- + παντρεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

μικροπαντρεύω, αόρ.: μικροπάντρεψα, παθ.φωνή: μικροπαντρεύομαι, π.αόρ.: μικροπαντρεύτηκα, μτχ.π.π.: μικροπαντρεμένος

  • παντρεύω κάποιον που είναι σε μικρή ηλικία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]