μουσκλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουσκλιάζω < μεσαιωνική ελληνική μούσκλιον < λατινική muscus (βρύο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mus-

Ρήμα[επεξεργασία]

μουσκλιάζω

  1. γεμίζω μούσκλια, είμαι γλιστερός απ’ τα πολλά μούσκλια
  2. (μεταφορικά) κατσουφιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]