μπεζερίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπεζερίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική bezer, τρίτο ενικό πρόσωπο ενεστώτα του ρήματος bezmek
Ρήμα[επεξεργασία]
μπεζερίζω
- (λαϊκότροπο) αποκάμνω, κουράζομαι κάνοντας συνεχώς κάτι
- ※ Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια. (Κώστασ Κρυστάλλης (1868‑1894), Στὸ Σταυραητό)
- (λαϊκότροπο) δυσκολεύομαι να κάνω κάτι
- ↪ μπεζέρισα ν' ανοίξω την πόρτα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπεζερίζω | μπεζέριζα | θα μπεζερίζω | να μπεζερίζω | μπεζερίζοντας | |
β' ενικ. | μπεζερίζεις | μπεζέριζες | θα μπεζερίζεις | να μπεζερίζεις | μπεζέριζε | |
γ' ενικ. | μπεζερίζει | μπεζέριζε | θα μπεζερίζει | να μπεζερίζει | ||
α' πληθ. | μπεζερίζουμε | μπεζερίζαμε | θα μπεζερίζουμε | να μπεζερίζουμε | ||
β' πληθ. | μπεζερίζετε | μπεζερίζατε | θα μπεζερίζετε | να μπεζερίζετε | μπεζερίζετε | |
γ' πληθ. | μπεζερίζουν(ε) | μπεζέριζαν μπεζερίζαν(ε) |
θα μπεζερίζουν(ε) | να μπεζερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπεζέρισα | θα μπεζερίσω | να μπεζερίσω | μπεζερίσει | ||
β' ενικ. | μπεζέρισες | θα μπεζερίσεις | να μπεζερίσεις | μπεζέρισε | ||
γ' ενικ. | μπεζέρισε | θα μπεζερίσει | να μπεζερίσει | |||
α' πληθ. | μπεζερίσαμε | θα μπεζερίσουμε | να μπεζερίσουμε | |||
β' πληθ. | μπεζερίσατε | θα μπεζερίσετε | να μπεζερίσετε | μπεζερίστε | ||
γ' πληθ. | μπεζέρισαν μπεζερίσαν(ε) |
θα μπεζερίσουν(ε) | να μπεζερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπεζερίσει | είχα μπεζερίσει | θα έχω μπεζερίσει | να έχω μπεζερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπεζερίσει | είχες μπεζερίσει | θα έχεις μπεζερίσει | να έχεις μπεζερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπεζερίσει | είχε μπεζερίσει | θα έχει μπεζερίσει | να έχει μπεζερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπεζερίσει | είχαμε μπεζερίσει | θα έχουμε μπεζερίσει | να έχουμε μπεζερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπεζερίσει | είχατε μπεζερίσει | θα έχετε μπεζερίσει | να έχετε μπεζερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπεζερίσει | είχαν μπεζερίσει | θα έχουν μπεζερίσει | να έχουν μπεζερίσει |
|