tükenmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tycenˈmɛc/

Ρήμα[επεξεργασία]

tükenmek (tr)

  1. ξεμένω, εξαντλώ, σώνω
    Sabrım tükeniyor.
    Η υπομονή μου εξαντλείται.
  2. μπεζερίζω, αποκάμνω, κουράζομαι κάνοντας συνεχώς κάτι

Κλίση[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]