μπουκώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /buˈko.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐κώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μπουκώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος μπουκώνω