ξαρμυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαρμυρίζω < ξε- + αρμυρός + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαρμυρίζω

  • κάνω κάτι λιγότερο ή καθόλου αλμυρό, αφήνοντάς το για αρκετό χρονικό διάστημα μέσα σε νερό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]