αλμυρό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλμυρό ουδέτερο
- (μόνο στον ενικό) μια από τις πέντε βασικές γεύσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αλμυρό
αλμυρό ουδέτερο
αλμυρό