ξεκάμνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκάμνω < ξε + κάμνω < αρχαία ελληνική ἐκκάμνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεκάμνω και ξεκάμω και ξεκάνω
- σκοτώνω
- καταστρέφω