ξεμαλλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμαλλιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεμαλλιάζω

  1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά πάνω σε καβγά, σαν να θέλω να του τα ξεριζώσω
  2. ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, του χαλάω το χτένισμα


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]