ο μη γένοιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ο μη γένοιτο (μονοτονική) γραφή) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅ μὴ γένοιτο < ὅ (το οποίο), μή (μη, μην) & γένοιτο (να γίνει, ευκτική αορίστου του γίγνομαι
Έκφραση[επεξεργασία]
ο μη γένοιτο
- (αρχαιοπρεπές) μακάρι να μην γίνει (εύχομαι αυτό να μη συμβεί ποτέ)
- ↪ Έχουμε βγάλει τις γλάστρες από το περβάζι του παραθύρου ώστε, αν γίνει σεισμός, ο μη γένοιτο, να μην πέσουν στο κεφάλι κάποιου περαστικού.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- που να μη σώσει (λαϊκότροπο)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Θεός φυλάξοι (με την ευκτική φυλάξοι)